κέραφος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέραφος Medium diacritics: κέραφος Low diacritics: κέραφος Capitals: ΚΕΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kéraphos Transliteration B: keraphos Transliteration C: kerafos Beta Code: ke/rafos

English (LSJ)

χλευασμός, κακολογία, Hsch.; cf. σκέραφος.

Greek (Liddell-Scott)

κέραφος: ὁ, «χλευασμός, κακολογία» Ἡσύχ., ἴδε σκέραφος καὶ σχέραφος παρὰ τῷ αὐτῷ.

Greek Monolingual

κέραφος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χλευασμός, κακολογία».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σκέραφος.