κινύρα
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, = Hebr.
A kinnor, a stringed instrument played with the hand, LXX 1 Ki.16.23; with a plectron, J.AJ7.12.3.
German (Pape)
[Seite 1441] ἡ, ein in Asien übliches Saiteninstrument mit zehn Saiten, das mit einem Plektrum gespielt wird, wahrscheinlich von κινύρομαι benannt, wegen seines klagenden Tones, LXX, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνύρα: ῠ, ἡ, Ἀσιατικὸν μουσικὸν ὄργανον ἔχον δέκα χορδὰς καὶ κρουόμενον διὰ τῆς χειρός, Ἑβδ. (Αϳ Βασιλ. ΙϚϳ, 23)· ἢ διὰ πλήκτρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 12, 3. (Ἐκ τοῦ Ἑβρ. kinnôr).
Greek Monolingual
η (AM κινύρα, Α και κιννύρα)
δεκάχορδο μουσικό όργανο («ἐλάμβανε Δαυΐδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῡ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kinnōr].