κισσάμπελος

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἑλξίνη, Dsc.4.39, cf. Gal.19.131: κιττάμπελος, Ps.-Dsc.4.39:—also κισσ-άνθεμον, τό, ibid., Gal.12.51; a kind of κυκλάμινος, Dsc.2.165.

Greek (Liddell-Scott)

κισσάμπελος: ἡ, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 4. 39.

Greek Monolingual

η (Α κισσάμπελος)
βοτ. είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -άμπελος (< ἄμπελος), πρβλ. φιλ-άμπελος, χερσ-άμπελος].