κλειδουχώ
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
κλειδουχῶ, -έω, αττ. τ. κληδουχώ (Α) κλειδούχος
1. είμαι κλειδούχος, είμαι ιέρεια μιας θεάς, έχω τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός ιερού τόπου («κλίμακας Βραυρωνίας δεῑ τῆσδε κληδουχεῑν θεᾱς», Ευρ.)
2. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) οἱ κληδουχούμενοι
αυτοί που βρίσκονται υπό έλεγχο, οι παρατηρούμενοι από κοντά, οι παραφυλασσόμενοι.