κλότσημα

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source

Greek Monolingual

το κλοτσώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλοτσώ, κλοτσιά, λάκτισμα
2. (για τα πυροβόλα όπλα) η προς τα πίσω κίνηση που γίνεται κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός.