κλότσημα

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

το κλοτσώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλοτσώ, κλοτσιά, λάκτισμα
2. (για τα πυροβόλα όπλα) η προς τα πίσω κίνηση που γίνεται κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός.