κλονικός

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που γίνεται με κλονισμό ή ταραχή
2. αυτός που είναι πλήρης κλονισμού
3. φρ. ιατρ. «κλονική σύσπαση» — ρυθμική συστολή ενός μυός συντηρούμενη χάρη σε μονοσυναπτικό ίδιο αντανακλαστικό, η οποία αποτελεί σημείο βλάβης της πυραμιδικής οδού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στο περιοδικό Μέλισσα του Αναστ. Γούδα].