κνημιδωτός
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
German (Pape)
[Seite 1460] (wie von κνημιδόω), mit Beinschienen versehen.
Greek (Liddell-Scott)
κνημῑδωτός: -ή, -όν, ὡς ἐκ ῥήματ. κνημιδόω, ἔχων, φορῶν κνημῖδας, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κνημιδωτός, -ή, -όν (Α) κνημίς
κνημιδοφόρος.