κοινοβιώτης
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
Greek Monolingual
κοινοβιώτης, ὁ (Α)
μέλος του μοναστηριακού κοινοβίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινοβίωσις].
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
κοινοβιώτης, ὁ (Α)
μέλος του μοναστηριακού κοινοβίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινοβίωσις].