κοινοβιώτης

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

κοινοβιώτης, ὁ (Α)
μέλος του μοναστηριακού κοινοβίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινοβίωσις].