κοινοβίωσις
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
Greek Monolingual
κοινοβίωσις, ἡ (Α)
η συμβίωση πολλών ανθρώπων στον ίδιο χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόβιος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. κοινοβιῶ, όπως και το κοινοβιώτης].