κοιναισθητικός
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
και κοιναισθησιακός, -ή, -ό κοιναισθησία
αυτός που αναφέρεται στην κοιναισθησία ή που προέρχεται από την κοιναισθησία («κοιναισθητικές παραισθήσεις»).