κοιναισθητικός
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
Greek Monolingual
και κοιναισθησιακός, -ή, -ό κοιναισθησία
αυτός που αναφέρεται στην κοιναισθησία ή που προέρχεται από την κοιναισθησία («κοιναισθητικές παραισθήσεις»).