κοιναισθησία
From LSJ
Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir
Greek Monolingual
η
1. φυσιολ. το διάχυτο αίσθημα που έχει κάθε άτομο για τη σωματική του ύπαρξη ανεξάρτητα από τη συνδρομή τών αισθήσεων
2. η αίσθηση του ατόμου για την ανεξάρτητη ύπαρξή του η οποία προέρχεται από τη διάχυτη αισθαντικότητα τών ιστών και τών οργάνων και από την οποία εξαρτάται κατά πολύ η συνείδηση του Εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cenesthesia (αντί του ορθτ. coenesthaesia) < cen- (πρβλ. κοινός) + -esthesia (πρβλ. αισθησία)].