κοκέτης
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοκέτα
1. φιλάρεσκος
2. αυτός που ερωτοτροπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coquet, coquette (< ρ. coqueter «κοκορεύομαι»)].