κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
κολεοφόρος, ὁ (Α)
1. αυτός που κρατά κολεό
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.). οἱ Κολεοφόροι
τίτλος κωμωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + -φόρος (< φέρω)].