ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστί → nothing is greater or equal to love
ο, θηλ. κοπαδιάρα κοπάδι1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοπάδι2. ως ουσ. ο ιδιοκτήτης κοπαδιού.