κοπροφορώ
Greek Monolingual
κοπροφορῶ, -έω (Α) κοπροφόρος
σκεπάζω ή λερώνω, πασσαλείφω κάποιον με κοπριά, με ακαθαρσίες («κοπροφορήσω σ' εἰ λαλήσεις», Αριστοφ.).
κοπροφορῶ, -έω (Α) κοπροφόρος
σκεπάζω ή λερώνω, πασσαλείφω κάποιον με κοπριά, με ακαθαρσίες («κοπροφορήσω σ' εἰ λαλήσεις», Αριστοφ.).