κόρο

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

το
1. ομάδα τραγουδιστών που εκτελούν μαζί μια μουσική φωνητική σύνθεση, χορωδία
2. η μουσική σύνθεση που εκτελείται συγχρόνως από πολλούς τραγουδιστές
3. (στο θέατρο) ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coro].