κοντόμυαλος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

-η, -ο
ανόητος, χαζός, με περιορισμένη διανοητική ικανότητα.
επίρρ...
κοντόμυαλα
απερίσκεπτα, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -μυαλος (< μυαλό), πρβλ. μικρό-μυαλος, στενό-μυαλος].