Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Full diacritics: κοσμωτός | Medium diacritics: κοσμωτός | Low diacritics: κοσμωτός | Capitals: ΚΟΣΜΩΤΟΣ |
Transliteration A: kosmōtós | Transliteration B: kosmōtos | Transliteration C: kosmotos | Beta Code: kosmwto/s |
ή, όν,
A made into a world, Aristo Stoicus ap.Simp.in Cat. 188.35.
κοσμωτός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που έχει μεταβληθεί σε κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος + επίθημα -ωτός (πρβλ. κεγχρ-ωτός, σπονδυλ-ωτός].