κουβαρντάνθρωπος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek Monolingual
και κουβαρδάνθρωπος και χουβαρντάνθρωπος, ο
κουβαρντάς, απλοχέρης, γενναιόδωρος.