κορωνόβιος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

κορωνόβιος, -ον (Μ)
1. αυτός που έζησε πολλά χρόνια, κορακοζώητος
2. φρ. «κορωνόβιον γῆρας» — βαθιά γερατειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη «κουρούνα» + -βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό-βιος, νυκτό-βιος].