βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
κουφώδες, -ῶδες (Μ) [[[κούφος]] (Ι)]αυτὸς που προέρχεται από κουφότητα, από επιπολαιότητα.