κραμβασπάραγος
From LSJ
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
Greek (Liddell-Scott)
κραμβασπάρᾰγος: ὁ, φυτόν τι, Γεωπ. 12. 1, 2.
Greek Monolingual
κραμβασπάραγος, ὁ (Μ)
το κραμβοσπάραγον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη «λάχανο» + ἀσπάραγος «σπαράγγι». Βλ. και κραμβοσπάραγος].