κραμβασπάραγος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source

Greek (Liddell-Scott)

κραμβασπάρᾰγος: ὁ, φυτόν τι, Γεωπ. 12. 1, 2.

Greek Monolingual

κραμβασπάραγος, ὁ (Μ)
το κραμβοσπάραγον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη «λάχανο» + ἀσπάραγος «σπαράγγι». Βλ. και κραμβοσπάραγος].