κρανοποιώ
From LSJ
Greek Monolingual
κρανοποιῶ, -έω (Α) κρανοποιός
1. κατασκευάζω κράνη
2. διηγούμαι με κομπορρημοσύνη για πολεμικά κατορθώματα.
κρανοποιῶ, -έω (Α) κρανοποιός
1. κατασκευάζω κράνη
2. διηγούμαι με κομπορρημοσύνη για πολεμικά κατορθώματα.