κράδανσις

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράδανσις Medium diacritics: κράδανσις Low diacritics: κράδανσις Capitals: ΚΡΑΔΑΝΣΙΣ
Transliteration A: krádansis Transliteration B: kradansis Transliteration C: kradansis Beta Code: kra/dansis

English (LSJ)

[κρᾰ], εως, ἡ,

   A quaking, of the earth, Epicur.Ep.2p.48U.

Greek (Liddell-Scott)

κράδανσις: -εως, ἡ, σεῖσις, κίνησις τῆς γῆς, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105· Meibom. κραδασμός.

Greek Monolingual

κράδανσις, ἡ (Α) κραδαίνω
κραδασμός της γής, ο σεισμός.