κραταιβάτης

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιβάτης Medium diacritics: κραταιβάτης Low diacritics: κραταιβάτης Capitals: ΚΡΑΤΑΙΒΑΤΗΣ
Transliteration A: krataibátēs Transliteration B: krataibatēs Transliteration C: krataivatis Beta Code: krataiba/ths

English (LSJ)

[βᾰ], ου, Dor. -τᾱς, α, ὁ,

   A striding in might, epith. of Zeus, IG4.669 (Nauplia).

Greek Monolingual

κραταιβάτης, -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)
επιγρ. (ως επίθ. του Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης, σχοινο-βάτης.