μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
κρέας
1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες του σώματός μου («κρεατώσανε τ' αρνιά»)
2. (για πληγή) επουλώνομαι.