κρεατώνω

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

κρέας
1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες του σώματός μου («κρεατώσανε τ' αρνιά»)
2. (για πληγή) επουλώνομαι.