κραχ

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

το
1. ραγδαία πτώση τών τιμών του χρηματιστηρίου, που προκαλείται από πανικό λόγω διαφόρων οικονομικών, δημοσιονομικών ή πολιτικών συμβάντων
2. πτώχευση μεγάλης επιχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Krach < γερμ. ρ. krachen «προκαλώ δυνατό θόρυβο». Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].