κροκόπλοκος
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
Greek Monolingual
κροκόπλοκος, -ον (Μ)
ο πλεγμένος με νήματα βαμμένα με κρόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεό-πλοκος, σιδηρό-πλοκος].