κροκόπλοκος
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
Greek Monolingual
κροκόπλοκος, -ον (Μ)
ο πλεγμένος με νήματα βαμμένα με κρόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεόπλοκος, σιδηρόπλοκος].