κρίθμο
Greek Monolingual
το (Α κρίθμον και κρῆθμον, τὸ και κρίθμος και κρήθμος και κρηθμός, ὁ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. κρίταμο ή αλμυριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως διεθνής επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. crihmum].