κρηθμός
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek (Liddell-Scott)
κρηθμός: ὁ, ἢ κρῆθμον, τό, εἶδος μαράθρου ἢ κριτάμου φυομένου ἐπὶ κρημνῶν παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἱππ. 563. 56., 572. 42, κτλ. Ὁ τύπος, τὸ γένος καὶ ὁ τονισμὸς εἶναι ἅπαντα ἀβέβαια· κρίθμος φέρεται παρ’ Ἀρκαδ. 58. ― Κατὰ τὸν Διοσκ. 2, 157, κρίθμον,τό, «οἱ δὲ κρίταμον, θαμνοειδές ἐστι βοτάνιον, ἀμφιλαφές, περὶ πῆχυν τὸ ὕψος, φυόμενον ἐν πετρώδεσι καὶ παραθαλασσίοις τόποις, φύλλοις περίπλεον λιπαροῖς καὶ ὑπολεύκοις» κτλ.
Translations
ar: قرثمن بحري; arz: قرثمن بحرى; bg: морски копър; ca: fonoll marí; co: bassiccia; cs: motar přímořský; cy: corn-carw'r môr; de: Meerfenchel; el: κρίταμο; grc: κρῆθμον, κρηθμόν, βατίς; en: crithmum, samphire, rock samphire, sea fennel; eu: itsas mihilu; fa: رازیانه دریایی; fi: merifenkoli; fr: criste marine; ga: craobhraic; gv: lus ny greg; he: קריתמון ימי; hr: motar; kk: теңіз аскөгі; la: Crithmum maritimum; lt: pajūrinis kritmas; ms: balung bahar; nl: zeevenkel; nn: sanktpeterskjerm; no: sanktpeterskjerm; pl: kowniatek nadmorski; ru: критмум; sh: motar; sv: strandsilja; tr: kaya koruğu; uk: критмій морський