εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
οο ειδικός στην κατεργασία τών φυσικών κρυστάλλων ή στην κατασκευή τών τεχνητών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + -ουργός (< ἔργον)].