κτητόρισσα
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
German (Pape)
[Seite 1519] ἡ, fem. zu κτήτωρ, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κτητόρισσα: ἡ, μεταγεν. θηλ. τοῦ κτήτωρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8722· ἐκτητ-, αὐτόθι 8769.
Greek Monolingual
η (Μ κτητόρισσα)
βλ. κτήτορας.