κυμινοπώλης
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
English (LSJ)
ου, ὁ,
A cumminseller, PMasp.146.2, al. (vi A.D.).
Greek Monolingual
κυμινοπώλης, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που πουλά κύμινα.