κυμινοπώλης
From LSJ
English (LSJ)
κυμινοπώλου, ὁ, cumminseller, PMasp.146.2, al. (vi A.D.).
Greek Monolingual
κυμινοπώλης, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που πουλά κύμινα.
Full diacritics: κῠμῑνοπώλης | Medium diacritics: κυμινοπώλης | Low diacritics: κυμινοπώλης | Capitals: ΚΥΜΙΝΟΠΩΛΗΣ |
Transliteration A: kyminopṓlēs | Transliteration B: kyminopōlēs | Transliteration C: kyminopolis | Beta Code: kuminopw/lhs |
κυμινοπώλου, ὁ, cumminseller, PMasp.146.2, al. (vi A.D.).
κυμινοπώλης, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που πουλά κύμινα.