κυριοκτόνος

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ον,

   A slaying a sovereign lord, κ. πράξεις, of those who killed the son of Saul, J.AJ7.2.1.

German (Pape)

[Seite 1536] den Herrn tödtend, mordend, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυριοκτόνος: ὁ, ὁ τὸν Κύριον κτείνων, Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 42, σ. 184, κλ.

Greek Monolingual

κυριοκτόνος, -ον (AM) το αρσ. ως ουσ. κυριοκτόνος
αυτός που θανάτωσε τον Κύριο
αρχ.
αυτός που φονεύει έναν κύριο, έναν δεσπότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -κτόνος (< κτείνω)].