κυριοκτόνος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
κυριοκτόνον, slaying a sovereign lord, κ. πράξεις, of those who killed the son of Saul, J.AJ7.2.1.
German (Pape)
[Seite 1536] den Herrn tödtend, mordend, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυριοκτόνος: ὁ, ὁ τὸν Κύριον κτείνων, Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 42, σ. 184, κλ.
Greek Monolingual
κυριοκτόνος, -ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ κυριοκτόνος
αυτός που θανάτωσε τον Κύριο
αρχ.
αυτός που φονεύει έναν κύριο, έναν δεσπότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -κτόνος (< κτείνω)].