Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
-ες κύτταρο1. ο γεμάτος από κύτταρα2. αυτός που αποτελείται από κύτταρα («κυτταρώδης ιστός»).