κυτταρώδης

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

-ες κύτταρο
1. ο γεμάτος από κύτταρα
2. αυτός που αποτελείται από κύτταρα («κυτταρώδης ιστός»).