λάβαρο

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

το (AM λάβαρον, Α και λάβουρον και λάβωρον)
είδος ρωμαϊκής σημαίας στην οποία ο Μέγας Κωνσταντίνος προσέθεσε τα χριστιανικά σύμβολα και τήν καθιέρωσε ως αυτοκρατορική
νεοελλ.
πολυτελές ύφασμα ποικιλμένο ή ζωγραφισμένο με ιερές παραστάσεις, το οποίο είναι αναρτημένο σε κοντάρι και βρίσκεται σε ναούς
νεοελλ.-μσν.
(γενικά) σημαία πολεμική, συλλόγου, σωματείου κ.λπ. («με τών εθνών τά λάβαρα πώς σέρνουν το κατόπιν καρδιές ευκολομάλαχτες θαμποί πατριδοκόποι», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. labarum «βασιλική σημαία»].