λάβαρον

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292

Greek (Liddell-Scott)

λάβᾰρον: τό, = Λατ. labarum, Ρωμαϊκὴ σημαία, εἰς ἣν ὁ Κωνσταντῖνος προσέθηκε Χριστιανικὰ σύμβολα καὶ ἀπεδέξατο ὡς τὴν αὐτοκρατορικὴν σημαίαν, Εὐστ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 28-30, κ. ἀλλ.· - λάβουρον παρ’ Ἰω. Χρυσ., λάβωρον πρὰ τῷ Σῳζομενῷ.