μέντιουμ
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Greek Monolingual
το
πρόσωπο που χρησιμεύει ως διάμεσο σε πνευματιστικά ή μεταψυχικά φαινόμενα, ικανό να αντιλαμβάνεται με φαινομενικώς υπερφυσικά μέσα διάφορα υπαρκτά στοιχεία γνώσης και, όπως πιστεύουν οι οπαδοί του πνευματισμού, τα μηνύματα τών πνευμάτων, αλλ. μεσάζων, μεσάζουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. medium «μέσον», ουδ. του επιθ. medius, -a, -um «μέσος»].