μονοκατοικία
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
Greek Monolingual
η
αυτοτελής οικία για μία μόνο οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κατοικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Ν. Κοντοπούλου].