μεθύζω

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

μεθύζω (Μ)
(συν. το μέσ.) μεθύζομαι
μεθώ, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μεθύω κατά τα ρ. σε -ζω].