Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
μεθύζω (Μ)
(συν. το μέσ.) μεθύζομαι
μεθώ, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μεθύω κατά τα ρ. σε -ζω].