λιρόφθαλμος

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A lewd-eyed, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λῑρόφθαλμος: -ον, ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀκολάστους, Μελέτ. ἐν τοῖς Ἀνεκδ. Ὀξων. 3.70.

Greek Monolingual

λιρόφθαλμος, -ον (AM)
αυτός που έχει αναίδεια στο βλέμμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιρός «θρασύς» + ὀφθαλμός.