λιρός
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ά, όν (not λῖρος, Hdn.Gr.1.191), bold, shameless, lewd, Call. Fr.229, Alex.Aet.3.30.
Greek (Liddell-Scott)
λῑρός: -ά, -όν, (οὐχὶ λῖρος, Ἀρκάδ. 68. 14), θρασύς, ἀναιδής, αἰσχρός, ἀκόλαστος, λέξις κατὰ πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ὡς Καλλ. Ἀποσπ. 229, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθ. 14. 30.
Greek Monolingual
λιρός, -ά, -όν (Α)
1. θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ παρὰ τὸ δέον πολυλόγος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με παλιότερη άποψη, η λ. συνδέθηκε με το λίαν, ενώ κατά τους νεώτερους με τα λαιμός ή λιμός. Τέλος, συνδέθηκε με τη μτχ. λελιημένος. Η λ. μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια Λίρανος και ως α' συνθετικό στο Λιροκλῆς].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: bold, shameless, lewd (Call. Fr. 229, Alex. Aet. 3, 30).
Compounds: Comp. λιρ-όφθαλμος with lewd eyes (Suid.), Λιρο-κλῆς PN (Ion. inscr.).
Derivatives: λιραίνει ἀναιδεύεται H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Often connected with λαιμός, but with divergent further connections, s. Bq and WP. 2, 377 (cf. on λαιμός). Formally closer, semantically not farther, connection with λιμός hunger. - Not with Hoffmann Dial. 3, 372 (to λελιημένος); nor with Prellwitz (to Skt. līlā play); unconvincing Fur. 240.
Frisk Etymology German
λιρός: {līrós}
Meaning: frech, lüstern (Kall. Fr. 229, Alex. Aet. 3, 30)
Composita: mit λιρόφθαλμος mit lüsternen Augen (Suid.), Λιροκλῆς PN (ion. Inschr.).
Derivative: Davon λιραίνει· ἀναιδεύεται H.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Oft mit λαιμός verbunden, allerdings mit verschiedenen weiteren Anknüpfungen, s. Bq und WP. 2, 377 (vgl. zu λαιμός). Formal näher, begrifflich nicht ferner, läge Anschluß an das ebenfalls dunkle λιμός Hunger. — Abzulehnen Hoffmann Dial. 3, 372 (zu λελιημένος) und Prellwitz (aind. līlā Spiel).
Page 2,128
German (Pape)
[ῑ], frech, unverschämt, Vetera Lexica, nach der Ableitung des EM. von λίαν ῥῶ, ὁ παρὰ τὸ δέον πολυλόγος, λιρά, Alex.Aet. 5.30 und a. alexandrinische Dichter; wird auch λῖρος betont, den alten Grammatikern widersprechend, vgl. Valcken Callim. p. 228 ff.